ἄλλυδις

ἄλλυδις
ἄλλῠδις, Adv., ([etym.] ἄλλος) [dialect] Ep. for ἄλλοσε,
A elsewhither, in Hom. only with ἄλλος, ἄ. ἄλλος one hither, another thither, Il.11.486, Od.5.71, cf.A.R.2.980, etc.; τρέπεται χρὼς ἄ. ἄλλῃ his colour changes now one way, now another, Il.13.279; imitated from Hom. by Eup.159.11; later by itself, AP15.24.1 (Simm.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άλλυδις — ἄλλυδις επίρρ. (Α) [ἄλλος] (επικός τύπος αντί ἄλλοσε) 1. σε άλλο μέρος, προς άλλο τόπο 2. στον Όμηρο μόνο με το ἄλλος, ἄλλη κ.λπ. στις φρ. «ἄλλυδις, ἄλλος», ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί «ἄλλυδις ἄλλῃ», μια έτσι και μια αλλιώς …   Dictionary of Greek

  • ἄλλυδις — elsewhither indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -δις — (II) δις (Α) αχώριστο επίθημα που δηλώνει κίνηση σε τόπο (σε μερικές μόνο λέξεις) («ἄλλυδις, οἴκαδις, χαμάδις») …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • άμυδις — ἄμυδις επίρρ. (αιολικός τύπος του ἅμα) (Α) 1. (για χρόνο) κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί 2. (για τόπο) στον ίδιο τόπο, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναλογικά πιθ. προς τον τ. ἄλλυδις < ἄλλος, που παράγεται με κώφωση του ο σε υ και ψίλωση. Σχετικά …   Dictionary of Greek

  • λιθάς — λιθάς, άδος, ἡ (Α) [λίθος] 1. λίθος, βράχος («σεῡεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον πυκνῇσιν ἐν λιθάδεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (με περιλπτ. σημ.) α) βροχή λίθων («ἀκροβόλων ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται», Αισχύλ.) β) σωρός λίθων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”